αποκοτώ

αποκοτώ
-ησα, αποτολμώ, ορμώ αλόγιστα: Τον ήξερε καλά γι' αυτό δεν περίμενε πως θα αποκοτούσε και δεύτερη φορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκοτώ — κ. άω (Μ ἀποκοτῶ, άω) [απόκοτος] 1. τολμώ 2. αποτολμώ, επιχειρώ …   Dictionary of Greek

  • αποκοτιά — η (Α ἀποκοτιά) τόλμη, θάρρος νεοελλ. θρασύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκοτώ ή < απόκοτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”